ἀμνησικακία

ἀμνησικακία
ἀμνησικακίᾱ , ἀμνησικακία
forgivingness
fem nom/voc/acc dual
ἀμνησικακίᾱ , ἀμνησικακία
forgivingness
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμνησικακίᾳ — ἀμνησικακίᾱͅ , ἀμνησικακία forgivingness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνησικακία — η (Α ἀμνησικακία) [ἀμνησίκακος] το να είσαι αμνησίκακος, η έλλειψη μνησικακίας, ανεξικακία, μακροθυμία …   Dictionary of Greek

  • αμνησικακία — η το να μη θυμάται κανείς το κακό που του καναν, σιωπηρή συγχώρηση: Με τη στάση του αυτή είχε δείξει άλλη μια φορά την αμνησικακία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνησικακίας — ἀμνησικακίᾱς , ἀμνησικακία forgivingness fem acc pl ἀμνησικακίᾱς , ἀμνησικακία forgivingness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικακίαν — ἀμνησικακίᾱν , ἀμνησικακία forgivingness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικακίαις — ἀμνησικακία forgivingness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • непомьнѣниѥ — НЕПОМЬНѢНИ|Ѥ (3*), ˫А с. ♦= Непомьнѣниѥ зъла – незлопамятность, прощение обид: схранити заповѣди г(с)нѧ... въздержаниѥ. зла же непомнѣниѥ. (τῶν κακῶν ἀμνηστίαν) ПНЧ XIV, 162б; непомненiе зла СбТр к. XIV, 9 об.; смиренье. скрушенье ср(д)ца.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AMNESTIA — Graec. Α᾿μνηςτία, item ἀμνησικακία, Lex erat oblivionis, apud Athenienses, quâ cavebatur, Μὴ μνησικακεῖν, μήτε ἄδικον μήτε δίκαιον λέγειν. ne quis iniurias bellô saeviente illatas meminerit, aut vindicarer; Sed omnes placide viverent, ἔκοντες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανεξικακία — η (AM ἀνεξικακία) το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία αρχ. υπομονή, καρτερία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”